- σέβασις
- σέβ-ᾰσις, εως, ἡ,A reverence, Epicur.Fr.141 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέβασις — άσεως, ἡ, Α [σεβάζομαι] 1. σεβασμός, σέβας 2. λατρεία, θαυμασμός … Dictionary of Greek
σεβάσεις — σέβασις reverence fem nom/voc pl (attic epic) σέβασις reverence fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέβασμα — το, ΝΑ [σεβάζομαι] νεοελλ. στον πληθ. τα σεβάσματα τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου») αρχ. 1. η σέβασις* 2. αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού … Dictionary of Greek
σεβάσεως — σεβάσεω̆ς , σέβασις reverence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)